δαιμονίας

δαιμονίας
δαιμονίᾱς , δαιμόνιος
of
fem acc pl
δαιμονίᾱς , δαιμόνιος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)
δαιμονίᾱς , δαιμονιάω
to be possessed of a God
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… …   Dictionary of Greek

  • Ασωπού, δήμος — Νέος δήμος (4.187 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασωπού (Παπαδιάνικα) και Δαιμονίας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο Ασωπός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”